Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2006

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα τρίτο)


Λέξη πιο πριν που λάτρευε τη λέξη,
έρωτας μ’ έναν έρωτα αγκαλιά,
φλόγα πιο πριν που γύρευε τη φλόγα,
φωτιά που διαπερνούσε τη φωτιά.

Στάχτη μετά που σμίγει με τη στάχτη,
κάρβουνο μ’ άλλο κάρβουνο μαζί,
καπνός που τον καπνό περιτυλίγει,
σιωπή που ατενίζει τη σιωπή.



Θεοδόσης Βολκώφ
ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα δεύτερο)


Χώμα βαρύ· φωτιάς πνοή σ’ αναρριπίζει·
περιδινείται ο Μακρινός στο διάστημά του
και να, ο Άγγελος απλώνει τα φτερά του
και να, το σώμα της η φλόγα σχηματίζει.

Πάλλεις, κορμί· φωτιά ιερή σε ορίζει·
μα στρέφει αλλού ο Μακρινός τ’ ανάβλεμμά του
και να, ο Άγγελος διπλώνει τα φτερά του
και να, ο θάνατος το δρόμο του αρχίζει.



Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(απόσπασμα)


Από τους τέσσερις ορίζοντες συνάχτηκα,
σε βράχους όλος κι ερημιές ειπώθηκα
κι ύστερα πάλι μόνος διαρπάχτηκα
κι ανέγνωρος σαν πρώτα κραταιώθηκα.

Τον Εαυτό μου απάντησα στο θάνατο
και μες στου σκοταδιού την ενατένιση
μαντεύοντας απ' τη ζωή ποιο το αθάνατο
στην πλήρη μου βυθίστηκα εκμηδένιση.


Θεοδόσης Βολκώφ

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

Το βλέμμα που ανταλλάξαμε

To βλέμμα που ανταλλάξαμε
μες στη σιωπή

και που φωτιά δεν πήρε
και δεν έγινε φιλί

κι από τη μνήμη σου έσβησε
κι έκανα λέξη στο χαρτί

πύρινος στέκει επάνω μας
κριτής μας γιατί ζει·

θα φύγεις θα χαθώ
ποιος ξέρει ποια στιγμή

μα είναι γραφτό στην κόλαση
να σμίξουμε φρικτοί

μια παγωμένη κόλαση
χτισμένη από σιωπή·

θα σε κοιτάζω αιώνια
θα με κοιτάς κι εσύ

και θα ’μαι δίχως γλώσσα
και θα ’σαι δίχως ακοή

τόσο κοντά και όμως
για πάντα οι μακρινοί

γιατί κι οι δυο μας ένοχοι
κι οι δυο αμαρτωλοί

Εγώ γιατί σε ντράπηκα
γιατί φοβήθηκες Εσύ.


Θεοδόσης Βολκώφ
ΟΙ ΔΥΟ



Σε ξέρω. Εσύ θα έρχεσαι απ’ των θηρίων τους τόπους,
παντού και πάντα καλπασμός και άστρο και φωτιά,
είσαι το τέρας τ’ άπιαστο, σκοτώνεις τους ανθρώπους,
τρελαίνεις σώμα και ψυχή, μού πιάνετ’ η αναπνιά.

Σε ξέρω. Είσαι τ’ απόλυτο· το πιο βαρύ σημάδι∙
είσαι της μοίρας τ’ άγγιγμα, το χέρι του Θεού,
εσύ ‘σαι το αταίριαστο της ζήσης μου υφάδι,
το ξένο απ’ όλα γύρω μου, το χάδι του σκορπιού.

Έχεις τυφώνα τα μαλλιά, σκοτάδι έχεις τα μάτια,
λεπίδες είν’ τα νύχια σου, Καταραμένη Αγία,
σφυριά είναι τα χέρια σου, ξεφρενιασμένα άτια
τα πόδια, είσαι το ξέσχισμα και λέγεσαι “Μανία”!

Μα εσύ με μάτια σοβαρά, με νου σαν θολωμένα,
αγνάντια στο παράθυρο και δίπλα στο κερί,
απ’ όνειρο τα χέρια σου, Υπέροχη Παρθένα,
Αγαπημένη της Νυχτιάς, Μαγίστρα, ποια είσ’ εσύ;

Στοχαστική, σαν να μετράς τον κόσμο που διαβαίνει,
ποια εσύ, σκληρή κι αγέλαστη, με θερισμένη χαίτη;
Και λες μες στον μανδύα σου τον μαύρο τυλιγμένη,
«Εγώ που εδώ σού ρίζωσα, εγώ – είμαι η “Mελέτη”»!

Θεοδόσης Βολκώφ
LUPUS IMMORTALIS


Τα μακρινά, τ’ απέραντα, της στέπας τα πελάγη,
της έρημος οι θάλασσες, βουνών οι ωκεανοί,
του καταρράκτη τα νερά και οι αιώνιοι πάγοι,
λύκο αυτά με γέννησαν κι έγινα εδώ σκυλί.


Το τρίχωμά μου έπεσε, μού σάπισαν τα δόντια
και είμ’ ο ετοιμοθάνατος, μ’ απ’ τ’ άγριά μου κρατώ
το μίσος της φωτιάς για σας, γραΐδια και γερόντια,
ψυχές νεκρές, το γρύλισμα, της νύχτας το ουρλιαχτό.


Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Στίχοι γυμνοί που το γυμνό σου δείχνουν σώμα


Στίχοι γυμνοί που το γυμνό σου δείχνουν σώμα
και που αν τους φωνάξεις, λες, θα κοκκινίσεις·
«κάνε, ζητάς, λιγότερο πυρό το χρώμα,
εκτεθειμένο το κορμί μου μην αφήσεις.

»Υπάρχει κάτι εκεί που καίει και ξεσχίζει,
κάτι που θα ’θελα γοργά να το ξεχάσω·
κάτι σαν τέρας που κινείται και μουγκρίζει.
Τους στίχους σου ψιθυριστά θα τους διαβάσω».

(Τους στίχους μου δεν τους αντέχουνε τα χείλη;
Να τους φωνάξει δεν τολμά κανένα στόμα;
Ευλογημένη νύχτα εσύ, ακριβή μου φίλη,
τα ψιθυρίσματα δεν τα έμαθα ακόμα).

Και να τους ψιθυρίσεις όμως – δεν αλλάζει
τίποτα· ετούτο το κορμί δεν παίρνει ντύμα·
λύκος ο άνεμος εκεί πάντα θα ουρλιάζει
και πάντα πύρινο θα υψώνεται το κύμα.


Θεοδόσης Βολκώφ
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ



Στη θύρα στέκει ο Ηγούμενος, την ευλογία δίνει
και λέει: «Γιε μου, Συμεών, σού εδόθη άγια χάρη,
να παίρνεις τις τρανές μορφές απ’ του φωτός την κρήνη
και ν’ ακουμπάς στο μάρμαρο, γλυκά, με το σμιλάρι.

Δείξε, παιδί μου Συμεών, θεία δόξα στους αιώνες,
Γεννήσεις, Ευαγγελισμούς, τα Μυστικά τα Δείπνα,
στ’ άπεφθο πλάσε μάρμαρο του Θείου τους αγώνες·
γέρος εγώ, θ’ αναπαυθώ· εργάζου και αγρύπνα»! ...

... Γονατιστός ο Συμεών την προσευχή τελειώνει
και ψιθυρίζει, «Κύριε, κι απόψε σε καλώ,
το χέρι κάνε σίγουρο, με τάραξαν οι πόνοι,
κάνε το μάτι αλάνθαστο, καθάριο το μυαλό»...

Ανάβει ο νέος μοναχός στη σκήτη το καντήλι
και τη ματιά στο μάρμαρο γλυκά-γλυκά ακουμπά,
τις μισοτέλειωτες μορφές, πριν πιάσει ευθύς τη σμίλη,
με δάχτυλα που τρέμουνε αγγίζει και ξυπνά...

Μα κάτι αλλάζει απ’ τ’ άγγιγμα μες στην ψυχή και χύνει
κάποιο άλλο φως μες στο κελλί και στην καρδιά φωτιά,
μέσα σε στρόβιλο παθών και σε ονείρων δίνη
θυμάται ο νέος Συμεών ζήση άγρια και παλιά...





«Αλέξανδρο με λέγανε πριν μοναχός να γίνω
κι Έλληνας είμαι κι αγαπώ τ’ ολόφλογο κορμί,
γυμνά πλάθω τα σώματα και τα ντυμένα γδύνω,
γυρνάς ξαν’ απ’ το παρελθόν, άρρενα γλύπτη ορμή!

Σε αγαπάω, Γέροντα γαλήνιε, και το φως σου,
μα εγώ αντλώ απ’ το ηφαίστειο και παίρνω απ’ τη φωτιά,
ας σμίξουνε στο Σύμπλεγμα η Γη μου κι ο Ουρανός σου,
χίλιες Αγάπες μάχονται βαθιά μες στην Καρδιά!

Προστακτικό το χέρι μου και ακολουθεί η σμίλη,
μού ζήτησες, Ηγούμενε, “τον Ευαγγελισμό”,
γεννάω με σφοδρότητα γραμμές, καμπύλες, χείλη
και πλάθω τα μυστήρια καθώς τα ζω εγώ»!

Κι είν’ η ψυχή χωμάτινη, τα μέλη σμιλεμένα
μ’ όλη τη ζέστα της ζωής στην κρύα μέσα σκήτη
κι είν’ Έρωτας ο Άγγελος με μάτια θαμπωμένα
κι ο Κρίνος Ρόδο ακάνθινο κι η Παναγιά Αφροδίτη...




Θεοδόσης Βολκώφ
ΟΙ MΑΥΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
(τ ρ α γ ο ύ δ ι)

Του Γιώργου Πύργαρη, ακριβοδικαίως





Θυμός ήταν η δεύτερη κι Οργή η πρώτη λέξη
της ποίησης που χάραξες με αίμα στη φωτιά·
την άναρχη μανία σου ποιος μπόρεσε ν’ αντέξει·
εδώ είναι όλα πύρινα – σκληρά και σκοτεινά...

Τριάντα χρόνια στα γνωστά και στα υγρά υπόγεια,
το στήθος σου αρρώστησε ανάβοντας φωτιές
και οι φωτιές τα σκοτεινά στους τοίχους γράψαν λόγια
που σ’ άλλα στήθη ζήτησαν να λύσουν τις σιωπές.

Με το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο σφιγμένα χείλια,
γράφοντας στίχους στα κλεφτά την ώρα της δουλειάς,
η μαύρη φλόγα ήσουνα και γύρευες φιτίλια·
επαναστάσεις ήθελες, παιδί της πυρκαγιάς...

... Στο σπίτι που αγάπησες δουλειές κάνει ο σαράφης,
μια μακρινή ξαδέρφη σου γίνηκε παστρικιά,
«έτσ’ είν’ ο κόσμος» σού είπανε, μα εσύ δεν υπογράφεις
κι ας ζεις πάντα στο κάτεργο δεμένος στο χαλκά...

Στο θόρυβο και στη σιωπή της γλώσσας σου οι ήχοι
χάνονται κι είν’ ανώφελο απόψε να μιλάς,
μα πεπρωμένο σου ήτανε εκείν’ οι Μαύροι Στίχοι
και τους χαράζεις στο χαρτί χαλκό σα να πατάς.


Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2006

***
Πικρή μέσα στον πόνο σου, γλυκιά στον έρωτά σου
και μέσα στον ιδρώτα σου υπέροχ' αρμυρή,
όλες τις γεύσεις γνώρισα μες στ' άγρια τα φιλιά σου
και κάθε θέρμη μού 'δωσαν του πάθους σου οι μηροί.

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

AΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΑΒΙΔ

***
Στη γλώσσα του λαού μου
το όνομά μου σημαίνει
Αυτός Που Τον Αγαπούν·
στη γλώσσα της ψυχής μου
τη φτιαγμένη από αίμα και φωτιά
σε κάθε της γράμμα και φθόγγο
μέρα με την ημέρα
πληγή μετά την πληγή
άλλαξα το νόημα
το ξαναγέννησα καινούργιο
πιο δυνατό
και για μένα πιο άξιο
Δαβίδ τώρα σημαίνει
Αυτός Που Αγαπά.
















***
Η Θλίψη μου μέσα στη μοναξιά ανδρώθηκε
αρσενική γεννήθηκε
και ανυπότακτη θα μείνει
δεν μπορεί καμιά γυναίκα να τη γλυκάνει
καμιά νίκη να την αμβλύνει
οξεία όπως η τρομερότερη λεπίδα
διάπυρη από τα έγκατα των ηφαιστείων
ατόφια σε όλα της
ατσάλινη τελείως
δεν ζωγραφίστηκε ποτέ χαμόγελο στο πρόσωπό της
ακοίμητη στέκει μέσα στον κόσμο
λόγους κοφτούς ανταλλάσσει με τ’ αδέρφια της
την Οργή και το Θυμό
και οι τρεις μαζί
σφραγίζουν την πέτρα την πελεκητή με την ενέργειά τους
και οικοδομούν κάστρα για τους πολέμους
πάνω απ’ την άβυσσο.












***
Πρέπει να γίνω λιγότερο άντρας για να σας αρέσω;
Αρσενικότερος
κάθε μέρα θα γίνομαι
για να σας γονιμοποιήσω·
ανατριχιάζουν οι πόρνες στο πέρασμά μου
με λόγια μικρά μιλούν για μένα
όταν με βλέπουν μοναχικό να ορθώνομαι
κάτω από ουρανούς που εγκυμονούν
και πάνω σε μια Γη που παρθένα γεννά
όταν με βλέπουν στην έρημο να οικοδομώ
πέτρα πάνω στην πέτρα
και βράχο πάνω στον βράχο
και να αντηχούν οι γκρεμοί όλοι απο τη φωνή μου
και να γεμίζουν όλα τα σκοτάδια από την πράξη μου·
Είμαι
ο εχθρός της ευτυχίας.















***
Θέλω το αίμα μου να σμίξει με το αίμα σας
θέλω οι στίχοι μου να δυναμώσουν τα κορμιά σας·
αυτός ο πυρωμένος γρανίτης
αυτό το απροσδιόριστο
άναρχο σύννεφο από ατσάλι
εδώ μέταλλο λιωμένο σε μιαν άλλη λάβα
κι εκεί στερεό που ορθώνεται
και στον ήλιο κατάμαυρο αστράφτει
θέλω να γίνει αυτό που χρειάζεστε
με τα κορμιά σας ένα·
για σένα
Πρόμαχε Αιώνιε
η ρομφαία και ο ίππος του πολέμου
για σένα
Λύκε Αρχέγονε
η νύχτα σου και το πλουτώνειο ημίφως
και για σένα
Γυναίκα Αθάνατη
ο άντρας
βαρύς από τον Έρωτα
και αληθινός από τη Μάχη.











***
Σηκωθείτε οι νεκροί
αίμα θα κυλήσω στις φλέβες σας
ψυχές απελπισμένες
δεν είπα την τελευταία μου λέξη
δεν έκλεισε το μεγάλο βιβλίο
πολλά να γραφούν μέλλει
και για να τα γράψω έχω το χέρι και τη θέληση·
ό,τι εσείς θεωρείτε περασμένο
εγώ
μπορώ να το θέλω ερχόμενο
και αυτό που σε σας απομένει
μόνο ένα αξιοθρήνητο
Ποτέ Πια
σε μένα είναι ένα
αγριεμένο
Όχι Ακόμα.













***
Εσύ
που δουλεύεις στα κάτεργα αυτού του πολιτισμού
και δεν με ακούς
εσύ
που μέσα στα ορυχεία του είσαι
και δεν με βλέπεις
κι εγώ μέσα από κάτεργα σού μιλώ
κι εγώ μέσα από ορυχεία σε κοιτάζω
εσένα μόνο έχω στο βλέμμα μου
και τον κοινό μας τον προορισμό
και τη μοίρα μας
που δεν διαφέρει·
δεν είναι αυτός ο κόσμος
που για σένα η θέλησή μου ονειρεύτηκε
ούτε αυτός
που μυστικά
η πίστη μου οικοδομεί·
από τον εαυτό μου ξεκινώ για να σου μιλήσω
από τον εαυτό σου ξεκίνησε
και θα μπορέσεις να με ακούσεις.











***
Είδα το σάπιο σπέρμα τους να τινάζεται
είδα σε πίδακες
το πουλημένο γραϊδιο με τη νεκρή ψυχή
να λατρεύει·
είδα τις πόρνες όλες
γύρω από τους φαλλούς της κτηνωδίας
να αλαλάζουν
και τα παιδιά τέρατα
που απ’ των ανόσιων τα αγκαλιάσματα
οι μέλλοντες αιώνες θα γεννήσουν·
αυτά θα προσκυνούν και θα λένε κυρίαρχους της γης
και στα μικρά τους τα χρόνια
θα σβήσει
ώς και της φωτιάς η ανάμνηση.















***
Σιχάθηκα όλους αυτούς
που τη σκλαβιά τους δεν ντρέπονται
βάρυνε η ψυχή μου
από την αγάπη που έχουν για κάθε τι χρυσό∙
είναι τόσο δειλοί
που ούτε καν μια κατάρα δεν βγαίνει από το στόμα τους∙
όταν μιλούν για τις αλυσίδες τους
τα δόντια τους στάζουν μέλι
δεν δαγκώνουν ποτέ
γλείφονται μόνο∙
κάθε μέρα φιλούν τα πόδια του αφέντη τους
και το βράδυ
με το ίδιο στόμα
τα χείλη των γυναικών τους.

















***
Θα σου δώσω όλες τις λέξεις
και θα σου δώσω όλα τα γράμματα
δεν μου χρειάζονται πολλά να λέω
και να σκέφτομαι
για να είμαι αυτός
που θέλω να είμαι·
αλλά θα κρατήσω μία
μία μόνο
και από αυτήν θα γεννήσω ξανά
όλες τις λέξεις και τα γράμματα
όλους τους έρωτες
και όλες τις σκέψεις
από αυτήν ξανά
όλους τους κόσμους –
Ελευθερία.
















***
Γραφή του αίματος και του πυρός
η προσευχή μου
στον βράχο μου
με το χέρι μου
μέσα σε σπίθες χίλιες χαραγμένη
με αυτήν μόνο η ψυχή μου ανατέλλει
και σε αυτήν πάλι γυρίζει για τη δύση της
αυτήν
νύχτα πάνω στη νύχτα επαναλαμβάνει
και αυτήν από αιώνες μελετά·
πέτρα της σκέψης και της θλίψης
μια μόνο προσευχή
σού χάραξα
κι άλλη δεν αναπέμπω στον σκοτεινό Θεό μου -
Καταραμένος
αν βάψω τα χέρια μου με το αίμα των αθώων
Καταραμένος φορές χίλιες
αν δεν ξεδιψάσω Γολιάθ τη Γη με το δικό σου.











***
Τη σκέψη της φωτιάς θα φυτέψω βαθιά σου
και χρέος σου ηφαίστειο να γίνεις
και να την εκτινάξεις στις άκρες των κόσμων
και να την κυλήσεις στο αίμα των λαών·
αδερφό και εχθρό σου μαζί
θα σου δώσω τον χρόνο
και δεμένος με αυτόν απόλυτα θα είσαι·
αλίμονο
αν μυστική τη φλόγα σου κρατήσεις
σε γέννησα όπως σε γέννησα
όχι για να κρύβεσαι
αλλά για να εκρήγνυσαι παντού
και μέσα σε όλα να ξεχειλίζεις·
ποταμούς λάβας
στο στήθος της Γης
θέλω να χαράξεις
δρόμους της φωτιάς να ανοίξεις
για να πορευθούν οι λαοί της καρδιάς μου·
δεν μου φτάνει μόνο η ρίζα σου να καίει
θέλω και η κορφή σου να φλογίζεται
και με τον τρόπο μου τον άγριο να λάμπει·
έχθρα φύτεψα ανάμεσα σε σένα
και στους γιους των ανθρώπων
έχθρα ώς τον θάνατο
γιατί πολύ σε αγαπώ·
ακολούθησε τη φωτιά σου
εσύ που θες να με αγαπήσεις
και όταν ο ένας μετά τον άλλο θα σε αρνούνται
τότε θα με έχεις βρει
και όταν όλοι θα σε μισούν
τότε θα είμαστε Ένα.








***
Σε αυτήν τη Γη θα περιπλανιέμαι Γολιάθ
και από αυτό το χώμα θα παίρνω δύναμη·
με τις πέτρες μου θα κτίζω τον εαυτό μου
ασταμάτητα
δίχως ανάσα
στο πέρασμα των αιώνων
ξανά και ξανά
ώσπου να δω το κομμένο σου κεφάλι
να βουλιάζει στη λάσπη
κάτω απ’ το πόδι μου·
τότε θα πεθάνω Γολιάθ
τότε μόνο
όταν θα έχω νικήσει·
κι αν κάποτε
η κόλαση σε ξεβράσει στον κόσμο
κοίτα πίσω σου γίγαντα
τα βήματα που θα ακούς
στης ηδονής και στης λαγνείας σου τις νύχτες
τα βήματα που θα σου κλέβουν τον ύπνο
και θα στοιχειώνουν κάθε σου σκέψη
Γολιάθ γνώριζε
θα είναι τα δικά μου.











***
Αθάνατος όχι
μα την Αθάνατη Εκδίκηση γέννησα
την αιώνια Οργή
που δεν γνωρίζει σύνορα
τον Θυμό τον υπέροχο
που συντρίβει τον χρόνο·
Αλάστορα λέγε με
και Πυρκαεύς είμαι·
αυτή η φλόγα δεν θα σβήσει
έως ότου κατακάψει τα πάντα...
και τότε
πέρα απ’ τον Έρωτα
και από τον Πόλεμο πέρα
δυνατότερη θα καίει·
έτσι γεννιούνται οι θάλασσες και τα όρη
έτσι τα βάραθρα και οι κορυφές
οι πηγές των αστεριών
και τα ποτάμια των λαών και των χρόνων
έτσι σε μια στιγμή η απεραντοσύνη
και σε ένα κορμί
και σε ψυχή μία
έτσι ο Αιώνιος.

Θεοδόσης Βολκώφ

















Τ Ρ Ι Π Τ Υ Χ Ο
I
(terra nigra)

Γκρεμισμένος
σε έναν ουρανό βαρύ από λάμψεις
παλεύοντας
στον βράχο να μαζέψω λογικό και ανάσα -
το αθάνατο άκουσα φτερούγισμα του δράκου
και τη σκιά του είδα στη σκαμμένη γη μου
από το μαύρο χώμα θειάφι να ανασύρει∙
στα δόντια ακόμη - ενός θανάτου σπαραγμένος
και πριν το χάραγμα από ατσάλι σβήσει
όλα αναφλέγονται διαμιάς μέσα σ’ εκρήξεις,
ο Δαίμονας περνά ξανά από μπρος μου
κι ένα καινούργιο νύχι απ’ το μαυρόμαλλο λιοντάρι
- φωτιά επάνω στη φωτιά
αίμα πάνω στο αίμα –
σκληρά με σημαδεύει.


II
(cor draconis)

Στην κορυφή ενός βουνού από πάγο
κι ενώ απ’ τη γη ανεβαίνει η νύχτα ως τ’ άστρα
ριζωμένο στον μαύρο γρανίτη
ακοίμητο τόσο
που να μοιάζει αιώνιο
καίει
και μες στις φλόγες η καρδιά ενός δράκου πάλλει∙
λύκος εκεί ο άνεμος ουρλιάζει,
εκεί ένας θεός σαν να επιμένει∙
κι αυτή η φωτιά
που κάποτε αγκάλιασε τα πάντα
και που δεν ξέρει να σβήσει
δεν μπορεί ούτε να ξεχάσει
ούτε να συγχωρέσει.

III
(το φιλί)

Φιλί μαύρο από πάνω σου σκύβει
γαμψά έχει τα νύχια
και τα δόντια πέτρινα
σκοτεινό όσο και ο κύριός του –
αιματοστάλαχτο από τα μαχαίρια
που φύλαξαν τα χείλη ανάμεσά τους
φορές τόσες·
νομίζεις ότι ο δράκοντας αυτός,
η πύρινη γλώσσα που κατατρώει,
νομίζεις ότι είναι ο πόθος
που αγκαλιάζει εσένα;
Είναι το πνεύμα της εκδίκησης
που μισεί την Άλλη.